Η τρέχουσα ημερομηνία/ώρα είναι Κυρ 2 Ιουν 2024 - 12:31
Η αναζήτηση βρήκε 3 εγγραφές
Αντίο Σύντροφε - Κείμενο της Πόλας Ρούπα και του Νίκου Μαζιώτη για τον Σύντροφο Χρήστο Τσιγαρίδα
Το κείμενο παρατίθεται αυτούσιο:
ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΧΡΗΣΤΟ ΤΣΙΓΑΡΙΔΑ
Τα λόγια είναι φτωχά για ένα Σύντροφο που έφυγε από τη ζωή.
Ο Χρήστος Τσιγαρίδας ήταν ένας συνεπής επαναστάτης αγωνιστής που έμεινε πιστός στις επιλογές του μέχρι τέλους. Ήταν μέλος του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα (ΕΛΑ) από το 1974 και το 2003 όταν συνελήφθη ανέλαβε την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής του στην οργάνωση.
Ο Χρήστος Τσιγαρίδας παρά το προχωρημένο της ηλικίας, παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχε και παρά το γεγονός ότι η δράση του ΕΛΑ είχε σταματήσει από το 1994 με την ανάληψη πολιτικής ευθύνης που έκανε, μετέτρεψε τη δίωξη και τη φυλάκιση που του επιβλήθηκε από μία ‘‘ετεροχρονισμένη’’ δυστυχή ‘‘κατάληξη’’ μιας ‘‘παλιάς’’ επιλογής δράσης που είχε από καιρό λήξει –μια οπτική πολύ πιο κοντινή στα πολιτικά ήθη της εποχής μας– σε μια σημαντική πολιτική κληρονομιά τόσο για την ένοπλη δράση στην Ελλάδα όσο και για τον αγώνα συνολικότερα.
Για την ανάγκη να αφήσει μια επαναστατική κληρονομιά, είχε μιλήσει και ο ίδιος. Γι’ αυτόν η δίωξη και η σύλληψή του –εν απουσία στοιχείων από τις αρχές που τον ''εγκλώβισαν'' καθιστώντας την ανάληψη πολιτικής ευθύνης σε πράξη κρατικού εξαναγκασμού- ήταν μια ευκαιρία να μιλήσει, να υπερασπιστεί δημόσια και μέσα στα δικαστήρια τη δράση της πιο πολυπληθούς και με μακρά ιστορία δράσης ένοπλης οργάνωσης στην Ελλάδα. Γι’ αυτό δέχτηκε σφοδρή επίθεση, λάσπη και συκοφαντίες από συγκατηγορούμενούς του και όχι μόνο, που τον κατηγόρησαν ότι με την ανάληψη πολιτικής ευθύνης επιβεβαιώνει το κατηγορητήριο του κράτους. Ο Χρήστος Τσιγαρίδας όπως και εμείς πήγαμε κόντρα σε μια αρνητική παράδοση όπου στην Ελλάδα ‘‘αγωνιστές’’ απαρνούνται την ιστορία τους και τις επιλογές αγώνα τους, όπου μπορεί να είσαι και λαμόγιο και ''αγωνιστής'', όπου μπορεί να είσαι και μετανοημένος και αγωνιστής, γιατί είναι ‘‘ανθρώπινο’’ να κάνεις πίσω.
Ο Χρήστος Τσιγαρίδας μας είχε κάνει την τιμή να είναι Πολιτικός Μάρτυρας υπεράσπισης στην α΄ δίκη του Επαναστατικού Αγώνα το 2011-2013 όπου ήμασταν οι πρώτοι που ως οργάνωση σπάσαμε την αρνητική παράδοση της ‘‘σκευωρολογίας’’ που μέχρι τότε επικρατούσε. Σε μια ζοφερή εποχή, όπου οι κωλοτούμπες είναι πλέον θεσμός, όπου το να αναιρεί κάποιος αυτά που έχει δηλώσει είναι καθεστώς, όπου η έμμεση ή άμεση μετάνοια είναι καθεστώς γιατί είναι ‘‘ανθρώπινη’’, όπου η συνδιαλλαγή με την εξουσία όταν αυτή μάλιστα έχει αριστερό πρόσημο είναι θεμιτή, το να κρατάμε ζωντανή την παρακαταθήκη αγωνιστών όπως ο Τσιγαρίδας είναι μονόδρομος. Γιατί μόνο έτσι τιμάμε τους αγωνιστές κρατώντας ζωντανή την μνήμη τους.
ΑΝΤΙΟ ΣΥΝΤΡΟΦΕ
Πόλα Ρούπα – Νίκος Μαζιώτης μέλη του Επαναστατικού Αγώνα
* Ετικέτες Θέματος: #Ειδήσεις #Ελλάδα #inforumgr
* Πηγή: Zougla.gr
- Την / Το Τετ 12 Ιουν 2019 - 0:46
- Αναζήτηση σε...: Αρχείο 2019
- Θεματική Ενότητα: Αντίο Σύντροφε - Κείμενο της Πόλας Ρούπα και του Νίκου Μαζιώτη για τον Σύντροφο Χρήστο Τσιγαρίδα
- Απαντήσεις: 0
- Αναγνώσεις: 471
Κείμενο των μελών του Επαναστατικού Αγώνα Πόλας Ρούπα και Νίκου Μαζιώτη
Κείμενο του Νίκου Μαζιώτη και της Πόλας Ρούπα με αφορμή την ολοκλήρωση του Εφετείου της δεύτερης δίκης του Επαναστατικού Αγώνα που αφορά την υπόθεση της επίθεσης της οργάνωσης στην Τράπεζα της Ελλάδας -ΕΚΤ-ΔΝΤ εστάλη στο zougla.gr.
Το κείμενο παρατίθεται αυτούσιο:
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΤΗΣ 2ης ΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΡΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Το εφετείο της 2ης δίκης του Επαναστατικού Αγώνα που ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 2017 και ολοκληρώθηκε στις 10/5/2019 με κεντρική πολιτική υπόθεση τη βομβιστική επίθεση εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας (ΕΚΤ) και του ΔΝΤ, συνιστά μια κορύφωση της πολιτικής υπεράσπισης της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα στις δικαστικές διαδικασίες. Σε αυτή συνεκδικάστηκαν δύο απαλλοτριώσεις τραπεζών που έχουν αναληφθεί από τον Επαναστατικό Αγώνα, μία που δεν αφορά την οργάνωση, καθώς και η συμπλοκή με αστυνομικούς στο Μοναστηράκι του Νίκου Μαζιώτη που κατέληξε στη σύλληψή του τον Ιούλιο του 2014.
Τα δύο πρωτοβάθμια δικαστήρια που έγιναν για την επίθεση αυτή με τις ποινές που επέβαλαν (ισόβια και 129 χρόνια για τον Μαζιώτη, ισόβια και 25 για την Ρούπα) συμπύκνωναν από μεριάς των δικαστών, μέσω της επιχειρηματολογίας τους, της στάσης τους, αλλά και των αποφάσεών τους επί των ποινών, όλη την εχθρότητα του κρατικού μηχανισμού ενάντια στον Επαναστατικό Αγώνα και σε εμάς. Και πιο ειδικά, την πολιτική εχθρότητα απέναντι σε μια κεντρική επίθεση ενάντια στην τρόικα και το καθεστώς των ‘‘μνημονίων’’. Η εχθρότητα αυτή – πέρα από την δική μας επιμονή να συνεχιστεί η δράση του Επαναστατικού Αγώνα ενάντια στα σχέδια διάσωσης του συστήματος και τις πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας που τα συνόδευαν, την οποία εκφράσαμε περνώντας στην ‘‘παρανομία’’ και ακυρώνοντας την κατασταλτική ισχύ του κράτους απέναντί μας – ήταν αποτέλεσμα της δουλικής στάσης που κράτησε το σύνολο σχεδόν του πολιτικού και δικαστικού συστήματος ενώπιον των υπερεθνικών κέντρων εξουσίας και του υπερεθνικού κεφαλαίου ενώπιον της τρόικας και των δανειστών, στάση που εκφράστηκε με τη ρητή αποδοχή ‘‘ως αναπόφευκτων και απολύτως αναγκαίων’’ για την εύρυθμη και απρόσκοπτη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και του οικονομικού καθεστώτος, των Δανειακών Συμβάσεων (‘‘μνημονίων’’), παρά τα όσα δεινά επέφεραν (και γνώριζαν άπαντες ότι θα επιφέρουν) στην πλειοψηφία της κοινωνίας. Απόρροια αυτής της στάσης είναι η μισαλλοδοξία απέναντι σε κάθε σθεναρή και σταθερή αντίσταση στη ‘‘μνημονιακή’’ υποδούλωση, η οποία γίνεται ιδιαίτερα έντονη από τη στιγμή που σίγησαν οι αντιδράσεις της κοινωνίας.
Είναι εξ’ άλλου αδιανόητη η ‘‘πολιτικά ανεπηρέαστη δικαιοσύνη’’ αφού με τη μορφή που έχει και τον τρόπο που ασκείται, συνιστά αδιαχώριστο πυλώνα του συμπλέγματος της σύγχρονης εξουσίας. Όσο για την επιρροή της πολιτικής συγκυρίας στις δικαστικές και νομοθετικές λειτουργίες έχουμε κάνει ιδιαίτερες αναφορές στις δίκες μας, με αιχμή την αντιμετώπιση του πολιτικού εγκλήματος σε διαφορετικές πολιτικές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, δηλαδή, την αναγνώριση και την επιεική αντιμετώπισή του σε παρελθοντικούς χρόνους έως και την ολοκληρωτική άρνηση αποδοχής της ύπαρξης πολιτικού αντιπάλου στο σύγχρονο αντιπροσωπευτικό σύστημα πολιτικής εξουσία. Αποτέλεσμα αυτής της άρνησης, που συνιστά αποκαλυπτική διάσταση του ολοκληρωτισμού που έχει εισέλθει το πολιτικό σύστημα στην εποχή μας, είναι και η εκ διαμέτρου αντίθετη στάση από αυτή που είχε παλαιότερα το αντιπροσωπευτικό σύστημα στους πολιτικούς αντιπάλους και της ειδικής ποινικής επιείκειας που τους αντιμετώπιζε, δηλαδή η πολιτική κατάδειξη από την εκτελεστική εξουσία στην εποχή μας του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’ ως του πλέον επαχθούς και αυτού που απαιτεί την σκληρότερη δυνατή αντιμετώπισή του από τη δικαστική εξουσία σε βαθμό μάλιστα, που το ίδιο το ποινικό πλαίσιο, παρά την ιδιαίτερη εχθρότητα που ήδη δείχνει απέναντι στον πολιτικό αντίπαλο, φαίνεται να περιορίζει σε μεγάλο βαθμό την δικαστική εξουσία η οποία και τελικά επιβάλλει τις μέγιστες δυνατές ποινές. Η εκτελεστική εξάλλου εξουσία είναι αυτή που υπαγορεύει, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της δημόσιας πολιτικής πίεσης, την επιβολή μέτρων εξαίρεσης πολιτικών κρατουμένων από δικαιώματα, συνθήκη που συμβαδίζει με την πορεία πριν τον πολιτικό ολοκληρωτισμό του συστήματος εξουσίας.
Τα δύο πρωτοβάθμια δικαστήρια για την ΤτΕ – ΔΝΤ απέδειξαν με τον τρόπο που στάθηκαν, τις αποφάσεις και το σκεπτικό τους, πως η δικαστική εξουσία όταν έρχεται αντιμέτωπη με τέτοιες υποθέσεις, μόνο πολιτικά στέκεται και πολιτικά αποφασίζει, ορμώμενη από την αποστολή της να γίνει φορέας και εκτελεστής πολιτικής εκδίκησης για λογαριασμό ενός ολόκληρου πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Αυτό αποδείχτηκε από τις ίδιες τις ποινές που επέβαλαν. Ενώ όλα τα δικαστήρια αυτά δηλώνουν πως ‘‘αποστολή’’ τους είναι ‘‘η στενή εφαρμογή των ποινικών διατάξεων’’, τα δύο πρωτόδικα δικαστήρια απέδειξαν πως η στάση του εκάστοτε δικαστηρίου – και δικαστή ατομικά – είναι αδύνατο να μην είναι πολιτική και η πολιτική θέση απέναντι στην πολιτική και κοινωνική ουσία της πράξης – και πιο συγκεκριμένα της επίθεσης στην ΤτΕ-ΔΝΤ –, αποκαλύπτεται με το αν τελικά, και πόσο θα υπερβεί το δικαστήριο – ή ο εκάστοτε δικαστής – τα όρια των δυνατοτήτων του να επιβάλλει καταδίκες επί κατηγοριών και τα όρια των ποινών που προβλέπει το ίδιο το ποινικό πλαίσιο. Ακόμα και αν θα εφαρμόσει εν τέλει, αυτό που υποτίθεται, πως έχει ως υποχρέωση, δεδομένου του ρόλου του ως εφαρμοστή του ‘‘γράμματος του νόμου’’, ή θα το παραβιάσει προκειμένου να επιβάλει την πολιτικά καταδεικνυόμενη από την ευρύτερη πολιτική συνθήκη, ποινική αντιμετώπιση. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις γίνεται και μια άμεση πολιτική παρέμβαση από την εκτελεστική εξουσία στο δικαστήριο. Στην δική μας δε περίπτωση είναι δεδομένη η πολιτική βαρύτητα και σημασία που δίνεται στην εξάντληση της κρατικής εκδίκησης πάνω μας με πλήθος δημόσιων δηλώσεων από παράγοντες της πολιτικής εξουσίας, που είτε αφορούν τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα και εμάς, την πολιτική βαρύτητα της οργάνωσης για την καθεστωτική σταθερότητα (δηλώσεις υπουργών σε συλλήψεις μας, επικηρύξεις κλπ) είτε αφορά ιδιαίτερα πολιτικά βαρύνουσες παρεμβάσεις από κρατικές υπερδυνάμεις (ένταξη Μαζιώτη στη διεθνή λίστα ‘‘τρομοκρατών’’ από ΗΠΑ) ενώ ήταν κρατούμενος το 2015. Σε όλη αυτή την πολεμική προσπάθεια του καθεστώτος εναντίον μας συμπεριλαμβάνεται και η ακραία αντιμετώπιση που είχε το 6χρονο παιδί μας το 2017, κατά τη σύλληψη της Πόλας Ρούπα, το οποίο και υποβλήθηκε σε ένα μοναδικό καθεστώς εξαίρεσης και εκδίκησης.
Είναι σαφές πως το να αντιπαρατεθεί κανείς με όλο αυτό το εχθρικό καθεστωτικό πολιτικό τείχος που χτίζεται για να τον εγκλωβίσει εντός ενός δικαστηρίου, προβάλλοντας και αποδεικνύοντας το πολιτικό και κοινωνικό δίκαιο του αγώνα του, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Έτσι, στα πρωτόδικα δικαστήρια για την ΤτΕ-ΔΝΤ οι αποφάσεις για την επιβολή της ποινής των ισοβίων, καθώς συνιστούσαν μέγιστη ποινική υπέρβαση των ορίων για τις προβλεπόμενες ποινές και σαφή παραβίαση των ποινικών αρχών για την ‘‘ενοχή’’, αποκάλυπταν την ίδια την πολιτική θέση των δικαστών όχι μόνο απέναντί μας, αλλά και απέναντι σε όσα πολιτικά ζητήματα σηματοδοτούσε μια επίθεση κατά της τρόικας. Αυτό εξάλλου εκφράστηκε ρητώς και στο ίδιο πολιτικό σκεπτικό του εισαγγελέα της έδρας στην 3η δίκη του Επαναστατικού Αγώνα όπου καταδίκασε τελικά την Ρούπα σε ισόβια και 25(κατά συγχώνευση) χρόνια για την επίθεση στην ΤτΕ. Καθώς τα δικαστήρια που εκδικάζουν υποθέσεις με τον 187Α έχουν λίγο ως πολύ… καλομάθει από την πολιτικά αποστασιοποιημένη (η χρησιμοποίηση του όρου ‘‘αποστασιοποιημένη’’ είναι μια επιεικής περιγραφή καθώς η αποστασιοποίηση ενίοτε λάμβανε και τον χαρακτήρα της έμμεσης ή ακόμα και της άμεσης αποκήρυξης ενεργειών και δράσεων) στάση κατηγορουμένων που έχουν απέναντί τους και καθώς συνιστά τον κανόνα η αναδίπλωση των κατηγορουμένων στα δευτεροβάθμια δικαστήρια και η απογύμνωση των πράξεων και της δίκης από το πολιτικό της περιεχόμενο προκειμένου να τελεσφορήσουν οι επιδιωκόμενες προσπάθειες μείωσης των ποινών και πτώσης των κατηγοριών (αναφερόμαστε στις περιπτώσεις που δεν τηρείται από το πρώτο δικαστήριο μια αντίστοιχη στάση), η δική μας επιμονή στις πολιτικές θέσεις, στόχους και επιλογές του Επαναστατικού Αγώνα, από τις οποίες όχι μόνο δεν τηρήσαμε αποστάσεις, αλλά τις υπερασπιστήκαμε με μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά έμφαση και αποφασιστικότητα, θεωρήθηκε ως στάση ‘‘ακατάλληλη’’ για την αντιμετώπιση των πρωτόδικων ποινών και ειδικά της ποινής των ισοβίων. Ειδικά αφού η επιλογή μιας τέτοιας στάσης εκτός από την πολιτική ‘‘διάπλαση’’ των δικαστών έτσι όπως αυτή είθισται να γίνεται από βολικούς κατηγορούμενους, εκδηλώνεται παράλληλα με την καθολική εγκατάλειψη της όποιας πολιτικής αξίας δινόταν σε προηγούμενα χρόνια στην ένοπλη δράση και με την προσπάθεια ανάδειξης ως ‘‘ορθή πολιτική στάση αλληλεγγύης’’, την εγκατάλειψη όσων επιμένουν στις πολιτικές τους επιλογές μετά τη σύλληψη. Και ενώ φυσικά, όλα τα παραπάνω ενυπάρχουν σε ένα περιβάλλον πολιτικής ηττοπάθειας και προσπάθειας ‘‘γείωσης’’ της αντικαθεστωτικής δράσης σε πλαίσιο που δεν υπερβαίνει τα όρια της ‘‘πλημμεληματικού χαρακτήρα’’ κριτικής στο σύστημα. Και κυρίως, σε ένα περιβάλλον όπου το επαναστατικό πρόταγμα ανάγεται ακόμα και από ‘‘αντικαθεστωτικούς’’ κύκλους ως ‘‘παρωχημένο’’ και ‘‘εκτός εποχής, θέση που έρχεται να επιβεβαιώσει την απόλυτη ισχύ του συστήματος. ’’Δηλαδή, μέσα σε ένα ‘‘κλίμα’’ τουλάχιστον προβληματικό – απ’ όποια μεριά και αν το δει κανείς – προς την δράση του Επαναστατικού Αγώνα και την υπεράσπισή της στα δικαστήρια.
Για μια ακόμα φορά στο εφετείο της 2ης δίκης του Επαναστατικού Αγώνα δηλαδή, αρνηθήκαμε συνειδητά να υποκύψουμε στο κυρίαρχο (φαινομενικά και μόνο) πολιτικό κλίμα και να κάνουμε μια δίκη όπου όλα τα παραπάνω θα ανατρέπονταν. Επιλέξαμε να οργανώσουμε ακόμα καλύτερα την πολιτική υπεράσπισή μας, να την καταστήσουμε πιο διεισδυτική, να αναδείξουμε περισσότερες πτυχές της οργάνωσής
μας και της συγκεκριμένης επίθεσης και να πολεμήσουμε το ποινικό αποτέλεσμα του πρωτόδικου με πιο οργανωμένο πολιτικά τρόπο. Και πιο – θα λέγαμε – απόλυτα επαναστατικό τρόπο.
Και είναι ανάμεσα στις δίκες μας αυτή που έχει πιο εκτενώς αναλυθεί, που στην ουσία έχει αποδειχθεί με την χρήση κάθε προσφερόμενου εργαλείου απόδειξης (ιστορικό, θεωρητικό, οικονομικό, νομικό) η αναγκαιότητα της ανατροπής του καθεστώτος, η αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης. Ενώ επίσης, είναι η δίκη όπου ‘‘ξεδιπλώθηκε’’ η ρεαλιστική και εφικτή προοπτική της επαναστατικής οργάνωσης στην εποχή μας. με όπλο τη μέθοδο που ακολουθήσαμε – την οποία στη θα εξηγήσουμε συνέχεια –, καταφέραμε την άρνηση του δικαστηρίου να επιμείνει στην ίδια ποινή, των ισοβίων για τον Μαζιώτη. Μια πολιτική ουσιαστικά στάση που ‘‘ομολογείται’’ με το μοναδικό τρόπο που δύναται να γίνει στην εποχή μας στα συγκεκριμένα δικαστήρια – και εν μέσω του ευρύτερου πολιτικού-ποινικού περιβάλλοντος της ιστορικής περιόδου που ζούμε –, την ‘‘επαναφορά’’ των ποινών και τις αποφάσεις επί της ενοχής στο σχετικά έστω, προβλεπόμενο πλαίσιο που προσδιορίζεται από το ίδιο το νομικό καθεστώς.
Η τυχόν παραπέρα μείωση των ποινών – ή η απαλλαγή από περισσότερες κατηγορίες – θα συνιστούσε ρητή πολιτική διαφοροποίηση του δικαστηρίου από το καθεστωτικό πολιτικό πλαίσιο, γεγονός που γνωρίζαμε ότι δεν πρόκειται να συμβεί ενώ η απόφαση έτσι όπως διαμορφώθηκε συνιστά την υπόρρητη διαφοροποίηση ως προς την πολιτική αντιμετώπιση που ευελπιστούσε η εκτελεστική – και όχι μόνο – εξουσία ότι θα έχουμε. Το αποτέλεσμα αυτό όπως ήταν αναμενόμενο – και όπως έχει ξαναγίνει σε άλλη δίκη –συγκεκριμένα στην πρώτη δίκη του Επαναστατικού Αγώνα–, ‘‘συμπαρέσυρε’’ κατηγορίες και ποινές και για τους λοιπούς κατηγορούμενους. Και αυτό γιατί τηρείται μια ‘‘εφαρμογή της αναλογικότητας’’ ανάμεσα σε κατηγορούμενους που υπερασπίζονται πολιτικά τις πράξεις που εκδικάζονται και τους υπόλοιπους.
Η στρατηγική αυτής της δίκης λειτούργησε προς την κατεύθυνση της μετεξέλιξης των δι9κών που κάναμε έως σήμερα, αφού θέσαμε αρκετά επί πλέον ισχυρά στοιχεία, πέραν της πολιτικής υπεράσπισης με τον τρόπο που σε άλλες δίκες κάναμε. Σε πρωτόλειο βαθμό αυτή την στρατηγική μπορεί κάποιος να τη διακρίνει στην τρίτη δίκη του Επαναστατικού Αγώνα, αυτή που δικαζόταν σε α΄ βαθμό η Ρούπα για την ΤτΕ – και στο εφετείο της α΄ δίκης του Επαναστατικού Αγώνα. Σε πιο ολοκληρωμένη όμως μορφή παρουσιάστηκε στο εφετείο της β΄ δίκης της οργάνωσης. Η ιδιαιτερότητα που έχει η πολιτική μας στάση σε αυτό το δικαστήριο, αφορά τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση καθεστωτικών θέσεων, επιχειρημάτων, κινήσεων, αναλύσεων που συνηγορούσαν και εν τέλει λειτουργούσαν υποστηρικτικά – ακόμα και επιβεβαιώνοντας – τον ισχυρισμό μας και πάγιο ισχυρισμό του Επαναστατικού Αγώνα από ιδρύσεώς του, για την επαναστατική οδό ως της μόνης διεξόδου από το μείζον κοινωνικό αδιέξοδο της εποχής μας.
Η κοινωνική Επανάσταση αναδείχτηκε από τον Επαναστατικό Αγώνα με μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά έμφαση ως μοναδικής αξίας και σημασίας κατεύθυνση, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο της κρίσης. Πλην όμως αυτή η προοπτική έχει τεθεί από την πρώτη κιόλας προκήρυξη του Επαναστατικού Αγώνα ως η μόνη διέξοδος από ένα σύστημα που δυναστεύει βάναυσα τις κοινωνίες και που επρόκειτο μετά από κάποια χρόνια (πρόβλεψη της κρίσης σε προκηρύξεις της οργάνωσης) να καταστεί μη βιώσιμο για τις κοινωνικές πλειοψηφίες που θα συνθλίβονται από την οικονομική βία και την κοινωνικο-πολιτική τους απαξίωση. Αναδείξαμε στο δικαστήριο αυτή την κατεύθυνση όχι μόνο ως διακήρυξη, αλλά εστιάζοντας σε μια προσπάθεια απόδειξης ότι είναι μονόδρομος η κοινωνική Επανάσταση. Απόδειξη που δεν θα μπορούσε παρά να είναι πλαισιωμένη από την πάγια θέση του Επαναστατικού Αγώνα, έτσι όπως αυτή εκφραζόταν και αναλύθηκε μέσα από τις προκηρύξεις της οργάνωσης και τα κείμενα από τη φυλακή το 2010-2011. Φυσικά, πολιτικοί υπερασπιστές της οργάνωσης, των θέσεων και της στρατηγικής της στάθηκαν οι μάρτυρες πολιτικής υπεράσπισης στην δίκη μας.
Η ορθότητα της παραπάνω θέσης της οργάνωσης και δική μας, έχει κατ’ αρχήν επιβεβαιωθεί από το ίδιο το καθεστώς, διαπίστωση που αξιοποιήσαμε. Ο λόγος περί των ‘‘μνημονίων’’, των συμβάσεων δανεισμού, της τρόικας και του ρόλου της, του ρόλου της πολιτικής εξουσίας και την πρωτοκαθεδρία της οικονομικής εξουσίας στο σύγχρονο ιστορικό πεδίο στην Ελλάδα της κρίσης και όχι μόνο. Ο Επαναστατικός Αγώνας έδρασε επιτιθέμενος σε δύο εκ των τριών θεσμών που απάρτιζαν τη μισητή από την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας τρόικα και δικάστηκε για το πολιτικό δίκαιο αυτής της επίθεσης, της μόνης επίθεσης που έγινε στην εν λόγω εποχή και στρεφόταν ευθέως κατά της δικτατορίας των δανειακών συμβάσεων και των υπερεθνικών θεσμών που τις επέβαλαν.
Το ότι επρόκειτο για δικτατορία, έχει γίνει αρκετός λόγος και στο παρελθόν. Πλην όμως αυτή η διαπίστωση, στο εν λόγω δικαστήριο, υποστηρίχτηκε και από την ισχύουσα νομοθετική βάση (Σύνταγμα, ευρωπαϊκό Δίκαιο, Χάρτη του ΟΗΕ), η οποία ουσιαστικά καταλύθηκε με την υπαγωγή της χώρας στο καθεστώς των ‘‘μνημονίων’’. Αυτή η κατάλυση του ισχύοντος καθεστωτικού νομικού πλαισίου, η de facto κατάλυση του ίδιου του συστήματος της αντιπροσωπευτικής ‘‘δημοκρατίας’’ και η εδραίωση της ωμής δικτατορίας αγορών, δανειστών, τρόικας, είχε καταγγελθεί από αρκετούς καθεστωτικούς εκπροσώπους και τιμητές του συνταγματικού δικαίου, ο λόγος των οποίων ακούστηκε και αναλύθηκε εντός της δικαστικής αίθουσας. Αναφέρθηκαν εκτενώς οι δράσεις που έγιναν εντός του καθεστωτικού πλαισίου νομιμότητας για την ακύρωση των ‘‘μνημονίων’’, μέσω της αναγνώρισης της αντισυνταγματικότητάς τους και του βίαιου χαρακτήρα τους που διαλύουν κάθε πλαίσιο το οποίο θέτουν οι διεθνείς χάρτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για να αποδειχτούν… λίγοι. Για να αποδειχτούν ανίσχυροι, κενοί νοήματος και εν τέλει διακοσμητικά στοιχεία στη σύγχρονη ωμή, τερατώδη για τις κοινωνικές πλειοψηφίες δικτατορία του κεφαλαίου και του κράτους. Για να αποδειχθεί ότι ακόμα και καταδίκες από μείζονα διεθνή θεσμικά όργανα όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και ο ΟΗΕ, δεν δύναται να παρέμβουν κατ’ ελάχιστο στις πολιτικές κοινωνικής εξόντωσης που επιβάλλει η σύγχρονη δικτατορία, όπως αυτή διαμορφώνεται από την (άτυπη) υπερεξουσία των αγορών, της οικονομικής ελίτ και των υπερεθνικών πολιτικών θεσμών σε μια υπερχρεωμένη χώρα όπως η Ελλάδα. Αποτέλεσμα της παραπάνω απόδειξης είναι πως κάθε ισχυρισμός για την ‘‘απαξία της παραβίασης της καθεστωτικής νομιμότητας’’ από πράξεις αντίστασης ενάντια προκειμένου να εκδηλωθεί αντίσταση σε τέτοιο μείζον ζήτημα – όπως αυτό που ζήσαμε στην Ελλάδα – να καταρρέει, να μην μπορεί κατ’ ελάχιστο να σταθεί. Και όχι μόνο… Στο ερώτημα ‘‘αν δεν είναι η ανατροπή του καθεστώτος και η κοινωνική Επανάσταση η ενδεδειγμένη απάντηση στο σύγχρονο αδιέξοδο του καπιταλισμού, της κρίσης, της σύγχρονης οικονομικής και πολιτικής τυραννίας, τότε ποια είναι’’, η σιωπή περισσεύει. Η απόδειξη για το αδιέξοδο της εσωθεσμικής αντίστασης, με την χρήση των οργάνων και των νομικών ‘‘όπλων’’ του ίδιου του συστήματος έγινε στο δικαστήριο. Η απόδειξη του αδιεξόδου μιας διάχυτης χωρίς στρατηγικό ανατρεπτικό σχέδιο κοινωνικής αντίστασης, αναδείχτηκε στου δρόμους και κατατέθηκε επίσης, στο δικαστήριο. Και ως αμείλικτη συνεπαγωγή από αυτά τα ιστορικά δεδομένα, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα συγκρότησης ενός πολιτικού – κοινωνικού μετώπου με σαφή κατεύθυνση την καθεστωτική ανατροπή και την κοινωνική Επανάσταση.
Ο Επαναστατικός Αγώνας με την επιλογή της ένοπλης δράσης εισήγαγε τα παραπάνω δεδομένα πολύ πριν αποδειχτεί η αναγκαιότητά τους από την ίδια την ιστορική εξέλιξη. Και εμείς στο δικαστήριο αναδείξαμε τη συνέπεια της οργάνωσης από την ίδρυσή της έως την επίθεση στην ΤτΕ και το ΔΝΤ, αλλά και μετά από αυτή. Ένοπλη δράση και αγώνας αποδεικνύεται ως η ορθή πολιτικά επιλογή με εργαλεία απόδειξης πολλά – θεσμικά ή μη.
Ο παραπάνω πολιτικός ισχυρισμός βρήκε την αναφορά του στο ίδιο το νομικό πλαίσιο, στο άρθρο 15 για την ‘‘κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο’’ και στο άρθρο 25 ΠΚ για την ‘‘κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό’’. Η ανάγκη προσβολής ενός ‘‘έννομου αγαθού’’ προκειμένου να μην προσβληθούν άλλα υπέρτερης αυτού αξίας, έγινε η επικεφαλίδα μιας καινοτόμου ποινικής υποστήριξης της επίθεσης στην ΤτΕ και το ΔΝΤ, δεδομένων των ιδιαίτερων συνθηκών και την κατάσταση ανάγκης – με συνθήκες πολέμου – που επιβλήθηκε στη χώρα με τα ‘‘μνημόνια’’. Για τα ‘‘άλλα υπέρτερα αγαθά’’ που επλήγησαν (ανθρώπινες ζωές, μισθοί, συντάξεις, υγεία κλπ), ‘‘συνηγόρησαν’’ εκθέσεις και καταδικαστικές αποφάσεις που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από ανώτερα υπερεθνικά θεσμικά όργανα τις οποίες καταθέσαμε και αναγνώστηκαν στο δικαστήριο, χωρίς όπως είπαμε να επιφέρουν την παραμικρή αλλαγή στις κυρίαρχες πολιτικές (για τον παραπάνω ισχυρισμό βλ. ‘‘Κείμενο της Πόλας Ρούπα και του Νίκου Μαζιώτη για την πολιτική και νομική υπεράσπιση στο εφετείο της 2ης δίκης της οργάνωσης’’ https://athens.indymedia.org/post/1597222/ ) όπως επίσης, και πλήθος εκθέσεων και αναλύσεων για το εύρος των παραβιάσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα (π.χ. καταδικαστικές κατά της Ελλάδας εκθέσεις του ΟΗΕ) που αναδεικνύουν το μέγεθος και την επιτακτικότητα τόσο της κατάστασης ανάγκης που περιήλθε η χώρα όσο και την αναγκαιότητα να βγει άμεσα από αυτή. Απ’ την άλλη, απαίτηση των εν λόγω άρθρων του Π.Κ είναι ‘‘να μην υπάρχει άλλος τρόπος προστασίας των απειλούμενων έννομων αγαθών’’, πλην αυτού που χρησιμοποιήθηκε. Και στην περίπτωσή μας, η απόδειξη αυτού του ισχυρισμού είχε τρία στάδια. Πρώτα έγινε με την εισχώρηση αφ’ ενός του λόγου και της ανάλυσής μας στα ‘‘ενδότερα’’ της ίδιας της καθεστωτικής θέσης, αυτής όμως, που ανακήρυττε και απεδείκνυε το εύρος της παραβίασης του πλαισίου της ίδιας της καθεστωτικής νομιμότητας από τον τρόπο που επιβλήθηκαν οι δανειακές συμβάσεις και από το περιεχόμενό τους, από την ίδια την πραξικοπηματική φύση τους και την εγκληματική εφαρμογή τους. Μέσα από αυτή την οπτική χρησιμοποιήθηκε και το άρθρο 120 του Συντάγματος – ένα ‘‘κατάλοιπο’’ του δικαιώματος ανατροπής αυταρχικών καθεστώτων – με βάση το οποίο νομιμοποιείται από το ίδιο το καθεστωτικό νομικό πλαίσιο υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, όπου έχει καταλυθεί το ίδιο το νομικό υπόβαθρο του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, το δικαίωμα στην με κάθε μέσο – ακόμα και ενόπλως – καθεστωτική ανατροπή.
Τόσο αυτό το άρθρο όσο και όλα αυτά στο Σύνταγμα που ανάγονται ως ‘‘τοίχος προστασίας των αδυνάτων έναντι των ισχυρών’’, αναδείχτηκαν ως ζητήματα που η σοβαρή διεκδίκηση της εφαρμογής τους (ισότητα, λαϊκή κυριαρχία, δικαιώματα, ελευθερία) δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο σε μια επανάσταση, η οποία θα ανατρέψει το οικονομικό και πολιτικό αυτό σύστημα εξουσίας που ευτελίζει καθημερινά κάθε έννοια ανθρώπινου και πολιτικού δικαιώματος. Η προσπάθεια μιας ‘‘χειρουργικής’’ θα λέγαμε, διαμέλισης του κυρίαρχου πλαισίου ‘‘νομιμότητας του καθεστώτος’’ και η ανάδειξη και μέσω αυτής της οδού της παντελούς έλλειψης νομιμοποίησης του συστήματος εξουσίας – ακόμα και ελλείψει διευρυμένου κοινωνικού αγώνα εναντίον του –, συμπεριλήφθηκε στο δικό μας πλαίσιο του ανατρεπτικού και επαναστατικού δικαίου που υποστηρίζουμε και για το οποίο προωθούμε ως Επαναστατικός Αγώνας την καθεστωτική ανατροπή και την κοινωνική Επανάσταση. Σε δεύτερο στάδιο, αποδείχτηκε το αδιέξοδο, η έλλειψη άλλων επιλογών αντιμετώπισης της κατάστασης ανάγκης και συνεπώς περιφρούρησης των κοινωνικών έννομων αγαθών που πλήττονται από τις πολιτικές των ‘‘μνημονίων’’. Και στοιχεία της απόδειξης αυτής ήταν οι ίδιες οι προσφυγές και καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον της Ελλάδας από ανώτατα θεσμικά όργανα, οι οποίες δεν απέφεραν την παραμικρή αλλαγή.
Στην περίπτωση της δίκης αυτής το ‘‘σχήμα’’ ‘‘του έννομου αγαθού που πλήττεται προκειμένου να σωθούν άλλα υπέρτερα έννομα αγαθά’’ όπως αναφέρεται στα άρθρα 15 και 25 Π.Κ, είναι από τη μια μεριά το σύστημα εξουσίας και από την άλλη τα κοινωνικά συμφέροντα που ‘‘θυσιάζονται’’ για τη σωτηρία του συστήματος. Στον αντίποδα αυτού του αποδεδειγμένου πολιτικού γεγονότος, βρίσκεται η δική μας θέση της αναγκαιότητας να ‘‘θυσιαστεί’’ το σύστημα εξουσίας προκειμένου να διασωθούν τα κοινωνικά συμφέροντα, προκειμένου να μην πληγεί η κοινωνική βάση, προοπτική που προωθείται μόνο με την κοινωνική Επανάσταση. Στην ουσία όμως για να φτάσουμε εκεί, απαιτείται η ανατροπή του συστήματος εξουσίας, στην προώθηση της οποίας εντάσσεται η δράση του Επαναστατικού Αγώνα και πιο ειδικά, η επίθεση εναντίον της ΤτΕ και του ΔΝΤ.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία στα οποία ‘‘πάτησε’’ η δίκη που κάναμε συμπεριλαμβανομένου του επίσης νομικού ισχυρισμού της απουσίας κάθε έννοιας ενοχικότητας (ενοχή: η βάση στήριξης της ποινής) από μεριάς μας, που απαιτείται για να ‘‘κουμπώσει’’ το ποινικό αποτέλεσμα της καταδίκης, κατέληγαν στη θέση ότι δικαιούμαστε την απαλλαγή από τις κατηγορίες. Κατέληγαν στην ανάδειξη όχι απλώς του δίκαιου της επίθεσης εναντίον της ΤτΕ και το ΔΝΤ, εναντίον της δικτατορίας της τρόικας καθώς και του δίκαιου όλης της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, αλλά στην ανάδειξη της υποχρέωσης που έχουμε όλοι να δράσουμε προωθώντας την κοινωνική Επανάσταση.
Η ‘‘γείωση’’ της επαναστατικής ανάλυσης, θέσης, στρατηγικής και των στόχων του Επαναστατικού Αγώνα έχει πλέον πολλαπλή βάση στήριξης. Στον ίδιο τον καθεστωτικό λόγο και πρακτική, στη νομική βάση που στηρίζεται το σύστημα (και την οποία συνέθλιψε η ‘‘μνημονική’’ επέλαση) την επαναστατική ιστορία, την κατάσταση ανάγκης που περιήλθε η χώρα, την ηθική υποχρέωση και νομιμοποίηση της καθεστωτικής ανατροπής, το εφικτό, ρεαλιστικό, επιτακτικό, λυτρωτικό χαρακτήρα για την κοινωνική πλειοψηφία του επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Ως προς το τελευταίο, ο Επαναστατικός Αγώνας και εμείς ως πρόσωπα, ανέκαθεν επιχειρούσαμε να αναπτύξουμε – έστω και σε αδρές κατ’ αρχήν γραμμές – τους υλικούς όρους εφαρμογής μιας κοινωνικής Επανάστασης. Το πρόταγμα του συνομοσπονδιακού συστήματος πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που ανέκαθεν προτάσσαμε ως το πλέον ενδεδειγμένο μοντέλο επαναστατικής κοινωνικής ανασυγκρότησης, ‘‘ανασύρθηκε’’ αρχικά από την ίδια την επαναστατική ιστορία, η οποία ιστορία ζωντάνεψε και σε αυτή τη δίκη. Όμως η σύγχρονη εκδοχή του συνομοσπονδισμού στη Ροζάβα – Β. Συρία – η επανάσταση της εποχής μας – ήταν καταλυτικός ισχυρισμός για την απόδειξη ότι είναι ρεαλιστική η πρόταση της κοινωνικής Επανάστασης σήμερα. Έτσι, η Επανάσταση στη Ροζάβα, έγινε ο απόλυτος συντελεστής στην αποδεικτική διαδικασία περί της ρεαλιστικότητας των επαναστάσεων στην εποχή μας. Γιατί αυτό είναι και το καθοριστικότερο όλων των αποδείξεων. Αποδείξεων που είναι κρίμα να μένουν εντός των ψυχρών δικαστικών αιθουσών, να αδυνατούν αν συνδεθούν με την εδώ κοινωνική πραγματικότητα και δη, με την κοινωνική και πολιτική ιστορία αυτού του τόπου.
Δεν είχαμε φυσικά, καμία αυταπάτη ότι το δικαστήριο θα έκανε δεκτούς τους πολιτικούς ισχυρισμούς μας, τις νομικές απαιτήσεις που προβάλαμε και να απαλλάξει από τις κατηγορίες και ειδικά τον Μαζιώτη. Πλην όμως και δεδομένου του σκληρού πολιτικού πλαισίου που μας περιβάλλει και της πολιτικής δυναμικής που αυτό δημιουργεί εντός των δικαστηρίων, το αποτέλεσμα υπήρξε η υπόρρητη αμφισβήτηση του κυρίαρχου λόγου αναφορικά με την ουσία, των κινήτρων, και των στόχων της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα που εκφράστηκε με τη ρητή απόρριψη μιας εξοντωτικής αντιμετώπισής μας, όπως αυτή επιβλήθηκε πρωτοδίκως κατ’ εφαρμογή
του ‘‘γράμματος’’ της πολιτικής εκδίκησης, έτσι όπως αυτό κατευθύνεται κυρίως από την εκτελεστική εξουσία. Από μια εκτελεστική εξουσία που συνιστά μια σύμπραξη μεταπρατών (όρος που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές στο δικαστήριο και που πρωτοδιατυπώθηκε σε αναλύσεις- καταπέλτες των ‘‘μνημονίων’’ γνωστού συνταγματολόγου) για λογαριασμό των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών του πλανήτη, της σύγχρονης δικτατορίας του κεφαλαίου και των αγορών.
Αν μπορούμε να πούμε ότι βγαίνει ένα χρήσιμο για τον αγώνα σήμερα συμπέρασμα από αυτή τη δίκη και τα όσα προαναφέραμε, είναι ότι στους δύσκολους καιρούς που ζούμε με την απουσία διευρυμένης κοινωνικής αντίστασης, με την προκλητική εγκατάλειψη από πολλούς του επαναστατικού αγώνα, με την αναγωγή του αγώνα σε ανώδυνη διαμαρτυρία απέναντι στις συστημικές ακρότητες (ακόμα και αν ο αγώνας αυτός προβάλλεται ως ανατρεπτικός), με την αποδοχή ως κανονικότητα της πιο ακραίας μορφής δουλοπαροικίας που έχει επιβληθεί στη κοινωνική πλειοψηφία μέσω της ‘‘οικονομίας του χρέους’’. Με την αλληλεγγύη να έχει εκφυλιστεί σε υπόθεση εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων και τις συστηματικές πολιτικές κωλοτούμπες απέναντι στην καταστολή ως τη ‘‘δέουσα πρακτική’’ για να γίνει εφικτή ‘‘ή απαγκίστρωση των αγωνιστών από τα νύχια του κράτους’’, με την αποδοχή τέλος, ως μη αντιμετωπίσιμη της υπεροπλίας της καθεστωτικής πολιτικής επίθεσης εναντίον της ένοπλης επαναστατικής δράσης και – κυρίως – εναντίον όσων επιμένουν, δεν οπισθοχωρούν, δεν εγκαταλείπουν πολιτικές επιλογές αγώνα, που επιμένουν να στηρίζουν την ορθότητα της στρατηγικής της ένοπλης επαναστατικής δράσης ως αδιαχώριστο μέρος του ευρύτερου ανατρεπτικού αγώνα, μέσα από τον ασφυκτικό πολιτικό τοίχο της ποινικής καταστολής και μπροστά σε μακροχρόνιες – και πέρα από κάθε νομικού τύπου υπολογισμό – φυλακίσεις, είναι πως ‘‘ενίοτε’’, η ουσιαστική και χωρίς εκπτώσεις πολιτική υπεράσπιση της ένοπλης επαναστατικής δράσης στα δικαστήρια και στον βαθμό που η υπεράσπιση αυτή καταφέρνει να τη ‘‘γειώνει’’ στα κεντρικά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και να αντικρούει αποτελεσματικά την κυρίαρχη πολιτική, μπορεί τελικά να αποκρούσει, να ανακόψει, να αντιστρέψει την ανελέητη κρατική επίθεση εναντίον των ένοπλων αγωνιστών.
Πέρα και πάνω όμως από οτιδήποτε άλλο, ο στόχος μας σε αυτή τη δίκη ήταν πλάι στην πολιτική υπεράσπιση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, την πολιτική αιτιολόγηση της κάθε ενέργειας και την ανάδειξη της σημασίας της μέσα στα ιστορικά πλαίσια που αυτή διεξάγεται, ήταν η διάνοιξη μιας αποδεικτικής πολιτικής διαδικασίας για την βαθιά κοινωνική αναγκαιότητα της κοινωνικής Επανάστασης, για το γεγονός ότι αυτή συνιστά το μόνο δρόμο για την υπέρβαση του κοινωνικού αδιεξόδου που έχει επιφέρει η σύγχρονη τυραννία του κράτους και του κεφαλαίου.
* Ετικέτες Θέματος: #Ειδήσεις #Ελλάδα #inforumgr
* Πηγή: Zougla.gr
- Την / Το Δευ 27 Μάης 2019 - 7:47
- Αναζήτηση σε...: Αρχείο 2019
- Θεματική Ενότητα: Κείμενο των μελών του Επαναστατικού Αγώνα Πόλας Ρούπα και Νίκου Μαζιώτη
- Απαντήσεις: 0
- Αναγνώσεις: 300
Ένσταση της Πόλας Ρούπα περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου για βομβιστική επίθεση
Σε κείμενο της η Πόλα Ρούπα, καταδικασμένη ως μέλος του Επαναστατικού Αγώνα, αναφέρει τα εξής:
«ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΑ ΡΟΥΠΑ ΜΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΜΒΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, ΣΤΙΣ 14/4/2014 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΔΝΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Σύμφωνα με το α.97 του Συντάγματος, τα πολιτικά «εγκλήματα» δικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους.
Η ένσταση περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου αφορά στην υπεράσπιση της πολιτικής φύσεως των πράξεων που δικάζονται, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως τρομοκρατικές. Κατά το α’ 187Α Π.Κ ΄΄όποιος τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό……..ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδης συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας…΄΄.
Όσον φορά το ζήτημα του ποιόν τελικά εκφοβίζει η δράση του Επαναστατικού Αγώνα, αυτό έχει καταγραφεί κοινωνικά. Η δράση του Επαναστατικού Αγώνα αυτόν τον ΄΄πληθυσμό΄΄ που εκφοβίζει είναι η μικρή μειοψηφία της οικονομικής ελίτ και των ηγητόρων του κρατικού μηχανισμού. Εκφοβίζει μια μειοψηφία προνομιούχων.
Όσο για το αν βλάπτει ή όχι μια χώρα, εδώ πρέπει να υπενθυμίσω την τοποθέτησή μου κατά την έναρξη της διαδικασίας, ότι πεποίθησή μου είναι ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα δεν είναι αυτή που είναι δυνατόν να αποσταθεροποιήσει την χώρα, αλλά το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Την χώρα, - όπως επισήμανα - την αποσταθεροποιεί το ίδιο το καθεστώς του καπιταλισμού και του κράτους, μέσα από τις οικονομικές πολιτικές που έχουν επιβάλει συνθήκες κοινωνικής γενοκτονίας για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Που διαχέουν την κοινωνική βία στη κοινωνική βάση και στην οποία έχει κυριαρχήσει ο νόμος του καπιταλισμού ΄΄όλοι εναντίον όλων΄΄. Που στις υπάρχουσες συνθήκες κοινωνικής σήψης και θανάτου της αλληλεγγύης όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον συνάνθρωπό τους μέσα από το πρίσμα ΄΄ο θάνατός σου, η ζωή μου΄΄.
Αυτό που αποσταθεροποιεί τη χώρα, είναι το καθεστώς που καταστρέφει την κοινωνία κρατώντας στη κοινωνική βάση τη κοινωνική σύγκρουση και τη βία, συνθήκη που διασφαλίζει ότι οι υπαίτιοι αυτής της κοινωνικής κατάστασης μένουν στο απυρόβλητο.
Επειδή με την φράση ΄΄να βλάψουν σοβαρά μια χώρα΄΄ εννοούμε οτιδήποτε απειλεί την συστημική λειτουργία, δηλαδή το οικονομικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας, αφού το ίδιο το σύστημα είναι αυτό που προσδιορίζει και το εκάστοτε εξουσιαστικό μοντέλο διάρθρωσης της ταξικής και κοινωνικής ιεραρχίας στη κοινωνία, τότε ο 187Α δηλώνει την αποδοχή της δυνατότητας της ένοπλης δράσης να βλάψει και μάλιστα σοβαρά, το σύστημα.
Αυτό γίνεται πιο ρητό και συγκεκριμένο στη συνέχεια του 187Α όπου στη αντικειμενική δυνατότητα προστίθεται και ο υποκειμενικός παράγοντας: ΄΄…και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό… ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας...΄΄.
Αυτό ακυρώνει τον ισχυρισμό του Αρείου Πάγου στην απόφαση 1413/2010 για την υπόθεση της 17 Νοέμβρη που αναφέρει ότι η επιδίωξη αυτή ΄΄δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται, πέραν τούτου, να αναδύεται αντικειμενικώς...΄΄. Πλην όμως ο 187Α αναφέρει αυτόν τον στόχο αντικειμενικώς.
Θα γίνει παρακάτω εκτενής αναφορά στην απόφαση αυτή που θεωρείται ως βάση στην εκάστοτε δικαστική επιχειρηματολογία για το ζήτημα της ένστασης για την αναρμοδιότητα των δικαστηρίων και την πολιτική φύση των εκδικαζόμενων υποθέσεων.
Ο 187Α αναφέρει ρητώς την αντικειμενική προσφορότητα της ένοπλης ανατρεπτικής δράσης να προκαλέσει ακόμα και την καταστροφή του πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος (δομές) και δεν μένει καθόλου στον υποκειμενικό απλώς παράγοντα της βούλησης.
Συνεπώς ή θα πρέπει με βάση τον 187Α και εφόσον θέλουμε να ακριβολογούμε να δεχτούμε ότι μ’ αυτόν τον νόμο δικάζονται αυτές οι οργανώσεις οι οποίες αντικειμενικώς έχουν δυνατότητα να ανατρέψουν το καθεστώς, ή θα πρέπει να γίνει αλλαγή του 187Α.
Επειδή όμως και με βάση την αντικειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα η προσφορότητα της ένοπλης δράσης να ανατρέψει ένα καθεστώς, συνιστά αποδοχή της ίδιας της πολιτικής φύσης αυτής της δράσης, τότε συμπεραίνουμε αυτό που όλοι γνωρίζουν, πλην όμως δεν έχουν το πολιτικό ανάστημα να το ομολογήσουν, ότι ο 187Α έχει ως αποστολή να δικάζει πολιτικά εγκλήματα.
Και αυτό αυτόματα έρχεται σε σύγκρουση με το ίδιο το Σύνταγμα που λέει πως τα πολιτικά εγκλήματα εκδικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια.
Και αφού ο 187Α εκδικάζει αυτές τις ΄΄τρομοκρατικές΄΄ οργανώσεις που η δράση τους είναι πρόσφορη αντικειμενικώς - εννοείται πως προϋπόθεση για τη σύσταση μιας τέτοιας οργάνωσης είναι ο υποκειμενικός παράγοντας που πολλάκις έχει αναγνωριστεί στα δικαστήρια ως πολιτικός, ότι τα κίνητρα των συμμετεχόντων είναι πολιτικά, αλλά και ότι ο στόχος τους είναι μια πολιτική κοινωνική αλλαγή με οριζόντια μορφή κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης - τότε δεν θα πρέπει να εκδικάζονται με τον 187Α οι πράξεις αυτές που είναι αντικειμενικώς πρόσφορες.
Όσον αφορά τον Επαναστατικό Αγώνα, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι η δράση του είναι απρόσφορη στο να επιφέρει τις αλλαγές που καταγράφονται στον 187Α , δηλαδή την καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών, την καταστροφή του καθεστώτος ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το τελικό ζητούμενο της δράσης του που είναι η Κοινωνική Επανάσταση και η επαναστατική οργάνωση της κοινωνίας σε βάσεις που ορίζονται από την αρχή της οικονομικής ισότητας και της πολιτικής ελευθερίας όλων των ανθρώπων.
Για τη προσφορότητα της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα ως προς τον στόχο της καταστροφής των οικονομικών και πολιτικών δομών, συνεπώς της ανατροπής του συστήματος, έχουν μιλήσει και πολλοί καθεστωτικοί παράγοντες μεταξύ των οποίων κυβερνητικοί παράγοντες, υπουργοί κλπ.
Επανερχόμενοι στην απόφαση 1413/2010 του Αρείου Πάγου για την υπόθεση της ΄΄17 Νοέμβρη΄΄ αναφέρουμε το συμπέρασμα αυτής:
΄΄Ερμηνευτικώς συνάγεται ότι πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο στρέφεται άμεσα εναντίον της συνταγματικής τάξης της χώρας και επιδιώκει την ανατροπή ή την αλλοίωσή της. Η επιδίωξη αυτή όμως δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς ως στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται πέραν τούτου να αναδύεται αντικειμενικώς από την πραγματική συμβολή, την οποία η κρινόμενη συμπεριφορά είχε ή θα μπορούσε να έχει στη προσβολή της κατεστημένης εξουσίας΄΄.
Να τονίσουμε πως αυτό το συμπέρασμα που αμφισβητεί την αντικειμενική δυνατότητα προσβολής της κατεστημένης εξουσίας, έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο τον 187Α που την θεωρεί ως προϋπόθεση για να δικαστεί κάποιος με αυτόν.
Η απόφαση συνεχίζει:
΄΄Περαιτέρω, ως συναφές προς το πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο με την προσβολή που επιφέρει σε κάποιο έννομο αγαθό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού προβλήματος με την ως άνω έννοια. Για την κατάφαση της συνάφειας αυτής, το πολιτικό έγκλημα πρέπει να έχει συντελεστεί.
Υπό την έννοια αυτή ως πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής ( άρθρο 134 Π.Κ ). Αντιθέτως η συγκρότηση δομημένης ομάδας με διαρκή δράση ή η συμμετοχή σε αυτήν με σκοπό τη διάπραξη πράξεων, μη δυνάμενων να επηρεάσουν τη συνταγματική τάξη της χώρας, δεν συνιστά πολιτικό έγκλημα, ασχέτως προς τον τρόπο με τον οποίο οι φερόμενοι ως δράστες προσδιορίζουν ιδεολογικά τις ενέργειες αυτές (….).
Εν προκειμένω, η συμμετοχή στην οργάνωση 17Ν και οι επιμέρους οργανώσεις, εκφεύγουν του χώρου της πολιτικής παρέμβασης που υπερβαίνει τον ποινικό νόμο, διότι άσχετα από τον εκ μέρους των κατηγορουμένων πολιτικό προσδιορισμό της αποδιδόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς ως ΄΄αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας , τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία΄΄.
Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος δεν έχει καταγραφεί ποτέ ρητώς.
Μόνο ανά τις διάφορες ιστορικές περιόδους το πολιτικό έγκλημα αναγνωρίζεται στις εκάστοτε νομολογίες αναλόγως τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της αντίστοιχης περιόδου.
Οπότε προσαρμόζεται αναλόγως και η νομολογία.
Όταν ειδικά, υπάρχει ανάγκη εξομάλυνσης των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων, οι νομολογίες τροποποιούνται με στόχο την αμνήστευση αντιφρονούντων που παραβιάζουν τον ποινικό νόμο.
Μια τέτοια περίοδος ήταν η δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, όπου υπό την ισχύ του διατάγματος περί αμνηστίας της 8ης/11/1920 σε πολλές αποφάσεις ο Άρειος Πάγος χαρακτήριζε πλήθος πράξεων ως πολιτικές με βάση την υποκειμενική θεωρία, το σκοπό δηλαδή του δράστη, που επεδίωκε την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Πρόκειται για την κεντρική πολιτική απόφαση στην οποία προσαρμόστηκε και η δικαστική εξουσία, να δοθεί τέλος στην περίοδο του λεγόμενου εθνικού διχασμού.
Η περίοδος αυτή όπου στο σκεπτικό των δικαστηρίων για το πολιτικό έγκλημα κυριαρχούσε η υποκειμενική θεωρία με βάση την οποία αρκεί το πολιτικό κίνητρο του δράστη για να προσδιοριστεί ως πολιτική μία πράξη, έληξε το 1929.
Ο Ν. 4229/1929 του Ε. Βενιζέλου, το γνωστό ιδιώνυμο, ασκούσε διώξεις σε όποιον επεδίωκε την εφαρμογή ιδεών που στόχευαν στη βίαιη ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος και όχι του πολιτεύματος.
Στη συνέχεια ο νόμος του Μεταξά 1075/1938 ήρθε ως η σκλήρυνση του νομικού οπλοστασίου έναντι των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Μετά το 1929 η υποκειμενική θεωρία εξοβελίστηκε εντελώς από το νομικό πλαίσιο και κυριάρχησε η αντικειμενική θεωρία.
Το πολιτικό – κοινωνικό υπόβαθρο των νόμων για το πολιτικό έγκλημα υπάρχει και στην εποχή μας με την ΄΄αντιτρομοκρατική΄΄ νομολογία.
Την περίοδο του διπολισμού, πριν την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος δεν αντιμετωπιζόταν με βάση την στενή αντικειμενική θεωρία. Ένα γνωστό παράδειγμα ήταν η περίπτωση του Πόλε, μέλους της γερμανικής ένοπλης οργάνωσης RAF, που το συμβούλιο εφετών το 1976 είχε απορρίψει την έκδοσή του στη Δυτική Γερμανία.
Το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα εκδόσεως του Πόλε από το γερμανικό κράτος με τον ισχυρισμό ότι: ΄΄Ο Πόλε ήταν από το 1971 μέλος μιας επαναστατικής εξτρεμιστικής οργάνωσης που είχε πολιτικούς σκοπούς και απέβλεπε σε ενεργό δράση ως ανατροπή του κρατούντος εις την Δυτική Γερμανία, πολιτικού καθεστώτος και εις αγώνα από κοινού κατά του ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού και στρέφεται εν γένει κατά του πολιτικού κατεστημένου της Δυτικής Γερμανίας΄΄.
Η περίοδος εκείνη μετά την χούντα των συνταγματαρχών ήταν έντονη η ταξική και κοινωνική σύγκρουση με ιστορικούς εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες. Αυτό το κοινωνικό πλαίσιο καθόριζε και το κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο αλλά και την δικαστική εξουσία.
Πλήθος πολιτικών ( Χαραλαμπόπουλος, Α. Παπανδρέου, Μαγκάκης ) οι οποίοι τότε βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, είχαν ταχθεί ενάντια στην έκδοση Πόλε.
Όσον αφορά την RAF, ήταν μια οργάνωση στης οποίας την δράση συμπεριλαμβάνονταν επιθέσεις εναντίον προσώπων όπως εισαγγελείς, δικαστές, βιομήχανοι, επιχειρηματίες, Αμερικανοί στρατιώτες τους οποίους είχε σκοτώσει ενώ είχε διαπράξει και απαλλοτριώσεις τραπεζών.
Οι Έλληνες δικαστές τότε είχαν αποφανθεί ότι ο Πόλε και η RAF είχαν πολιτική επαναστατική δράση.
Στην εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας και ενώ ο διπολικός κόσμος κατέρρευσε και κυριάρχησε το καπιταλιστικό μονοπώλιο παγκοσμίως, σταδιακά η διεθνής νομοθεσία εξοπλίστηκε με νομολογίες που προσδιόριζαν ως ΄΄τρομοκρατική΄΄ την πολιτική αντιπαράθεση με το καθεστώς που παραβίαζε τους νόμους. Το ελληνικό κράτος προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και το 2001 θεσπίστηκε ο 187. Ως εξειδίκευση για την πολεμική του κράτους ειδικά εναντίον της ένοπλης πολιτικής δράσης, θεσπίστηκε ο 187Α .
Ο νόμος αυτός που είναι μια αντιγραφή της αντίστοιχης αμερικανικής νομολογίας για την ΄΄αντιμετώπιση της τρομοκρατίας΄΄, στα ελληνικά δεδομένα έχει εφαρμοστεί σε πλήθος ανθρώπων που είτε έχουν εμπλακεί σε ένοπλη δράση είτε έχουν κατηγορηθεί ότι συμμετείχαν.
Ο 187Α εξασφαλίζει στο κράτος αφενός την αυστηρή αντιμετώπιση όσων αμφισβητούν ενόπλως την παντοδυναμία του καθεστώτος και αφετέρου καλείται να δώσει χαρακτηριστικά αποπολιτικοποίησης στην ένοπλη ανατρεπτική δράση.
Πλην όμως, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δικάζει αμιγώς πολιτικές πράξεις, τις οποίες ματαίως επιχειρεί να απομακρύνει από το πολιτικό τους πλαίσιο ανάγοντάς τες σε ΄΄τρομοκρατικές΄΄.
Και λέω ματαίως γιατί ενώ ο ίδιος ο 187Α αναφέρεται σε αυτή την προϋπόθεση της προσφορότητας μιας οργάνωσης και των ενεργειών της, οι δικαστές αντιφάσκουν με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Επανερχόμενοι στην απόφαση του Αρείου Πάγου για την 17Ν, είδαμε πως η επίκληση της αντικειμενικής θεωρίας, με βάση την οποία απαιτείται να είναι αποτελεσματική ως προς τον στόχο της μια ένοπλη οργάνωση και δεν αρκούν τα πολιτικά κίνητρα αυτού ή αυτών που συμμετέχουν σε αυτήν ( υποκειμενική θεωρία ), σκοντάφτει και αυτοακυρώνεται στον ίδιο τον 187Α, αφού αυτός διώκει ως ΄΄τρομοκρατικές΄΄ μόνο τις οργανώσεις των οποίων η δράση είναι πρόσφορη για να προκαλέσει καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών.
Συνεπώς - και για να επανέλθουμε στο συμπέρασμα του Αρείου Πάγου - ΄΄έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού εγκλήματος΄΄, τα οποία δύναται να οδηγήσουν στην ανατροπή ή την αλλοίωση της συνταγματικής τάξης της χώρας, δηλαδή στην ανατροπή ή αλλοίωση του κυριάρχου καθεστώτος.
Μέσα σ’ αυτό το αυτοαναιρούμενο σκεπτικό, μεγάλη σημασία έχει το τελικό συμπέρασμα ότι μόνο το πραξικόπημα (εσχάτη προδοσία) θεωρείται πολιτικό έγκλημα και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτού.
Όμως ένα πραξικόπημα δεν αλλοιώνει και πολύ περισσότερο δεν καταστρέφει το οικονομικό σύστημα και το κράτος, αλλά αντιθέτως το οχυρώνει με την στρατιωτική κρατική υπεροπλία.
Τα πραξικοπήματα και οι χούντες είναι η άλλη πολιτική όψη του ίδιου οικονομικού και πολιτικού συστήματος και όποτε ο καπιταλισμός χρειάζεται πραξικοπήματα, οι ίδιες οι ΄΄δημοκρατίες΄΄ του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου είναι αυτές που τα επιβάλλουν σε χώρες όπου απαιτείται η ατσάλινη κρατική γροθιά για να αναπαραχθεί το σύστημα.
Συνεπώς αυτό το συμπέρασμα του Αρείου Πάγου που έχει κυριαρχήσει στις συζητήσεις και ερμηνείες πάνω στο πολιτικό ΄΄έγκλημα΄΄, δηλώνει πως το κράτος δεν αναγνωρίζει στην ουσία τίποτα ως πολιτικό εκτός από αυτό που κινείται εντός του καπιταλιστικού και κρατικού πλαισίου και καταλήγει ο Άρειος Πάγος ότι ΄΄τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία΄΄, επιχειρώντας έτσι να βγάλει εκτός πολιτικού πλαισίου οποιαδήποτε δράση στρέφεται ευθέως εναντίον του υπάρχοντος καθεστώτος.
Η ΄΄δημοκρατία΄΄ καμώνεται το ιδανικότερο και απόλυτο πολιτικό σύστημα που δεν χωρά στο εσωτερικό του έμπρακτη πολιτική αμφισβήτηση!
Όμως τι ακριβώς είναι αυτή η ΄΄δημοκρατία΄΄; Μήπως εννοώντας ότι η πολιτική βία υφίσταται ως τέτοια, είναι δικαιολογημένη και αναγνωρίζεται μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και τυραννίες
- άποψη που ασπάζεται η αριστερά - εννοούμε ότι στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχουμε ελευθερία;
Αυτό το καθεστώς μόνο ως δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Η κάθε 4 χρόνια εκλογή εκπροσώπων που σε μόνιμη βάση σφετερίζονται την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αφού μόνο στην εξαπάτηση και το ψέμα αποσπούν ψήφους και αναρριχώνται στην πολιτική εξουσία, όχι μόνο δεν είναι δημοκρατία αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 120 το παραβιάζει αυτό το καθεστώς, αφού με βάση το προαναφερθέν άρθρο ΄΄ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν απ’ αυτήν΄΄ αναγνωρίζεται ως έγκλημα.
Κορυφαίες στιγμές σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας είχαμε με την είσοδο της χώρας στο καθεστώς των μνημονίων που έγινε με υπουργικό διάταγμα, και ενώ η πλειοψηφία της κοινωνίας ήταν γνωστό ότι δεν ήταν σύμφωνη, η ψήφιση και η εφαρμογή των μνημονίων και των μέτρων που επιβάλλουν οι υπερεθνικοί θεσμοί και – το σημαντικότερο όλων – η παραβίαση της απόφασης του δημοψηφίσματος το 2015 για την μη επιβολή νέων μέτρων στην ελληνική κοινωνία.
Και στις δύο περιπτώσεις και ειδικά στην δεύτερη με το δημοψήφισμα, απορρέει από το ίδιο το Σύνταγμα πως ο λαός είχε δικαίωμα να ανατρέψει βιαίως την κυβέρνηση.
Είχε δικαίωμα να την ανατρέψει ακόμα και με τα όπλα.
Οι σύγχρονες κυβερνήσεις στην Ελλάδα στηρίζονται σε ψήφους που προέρχονται από μειοψηφικά τμήματα του πληθυσμού. Η πλειοψηφία της κοινωνίας (60%) απέχει από τις εκλογικές διαδικασίες. Συνεπώς και το ίδιο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σήμερα δε στηρίζεται ούτε καν από την προσέλευση στις κάλπες από την κοινωνική πλειοψηφία. Οι δε κυβερνήσεις στηρίζονται σε ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 12% του εκλογικού σώματος, ενώ με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η τωρινή κυβέρνηση στηρίζεται από το 6% του εκλογικού σώματος! Με βάση αυτό το ποσοστό είναι κατοχυρωμένη να περνάει τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας;
Επειδή μας έχουν κατηγορήσει σε δικαστική αίθουσα, ως αυτόκλητους υπερασπιστές της κοινωνίας, απαντάω πως δεν είμαστε εμείς αυτόκλητοι, αλλά αυτοί που κατέχουν την εξουσία με την ψήφο μιας αισχράς μειοψηφίας και επιβάλλουν τα μέτρα κοινωνικής ευθανασίας που τους υπαγορεύει η οικονομική ελίτ και οι υπερεθνικοί μηχανισμοί της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, της ΕΕ, και του ESM.
Αυτούς τους μηχανισμούς κανένας δεν τους εκλέγει και μια αισχρά πλειοψηφία πλουσίων είναι οι πραγματικοί κυρίαρχοι σε κάθε χώρα, της οποίας οι κυβερνήσεις επικυρώνουν και επιβάλλουν δια πυρός και σιδήρου τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας που συνιστούν προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του χτυπημένου από την κρίση συστήματος.
Εμείς δεν είμαστε αυτόκλητοι υπερασπιστές της κοινωνίας είμαστε η ψυχή αυτής της κοινωνίας. Προερχόμαστε από τα σπλάχνα της, ζούσαμε και ζούμε μέσα στην καρδιά της κοινωνικής αδικίας. Προερχόμαστε από χαμηλά και προλεταριακά κοινωνικά στρώματα και έχουμε πλήρη συνείδηση της ταξικότητας αυτού του πολέμου που διεξάγεται τη τελευταία περίοδο με θύματα εκατομμύρια ανθρώπους στην χώρα.
Η χούντα της οικονομικής ελίτ και της πολιτικής εξουσίας δεν είναι δημοκρατία.
Εμείς είμαστε οι προασπιστές της πραγματικής δημοκρατίας, της άμεσης δημοκρατίας.
Και αν μπορούσε να γίνει ένα δημοψήφισμα χωρίς ο κόσμος να φοβάται - γιατί ο κοινωνικός φόβος είναι ο μόνος παράγοντας που κρατάει το σύστημα όρθιο αυτή την περίοδο, αφού συναίνεση στο καθεστώς πλέον δεν υπάρχει - το ποσοστό του 35% που είχε βγει από δημοσκόπηση ηλεκτρονικής εφημερίδας με τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων το 2009 και που δήλωνε ότι είναι δικαιολογημένη η ένοπλη δράση, θα είναι στις μέρες μας πολύ υψηλότερο.
Όσο για το έτερο άρθρο του Συντάγματος που παραβιάζεται παράφορα μέσα από τις κεντρικές οικονομικές πολιτικές είναι το άρθρο 17:
«Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν απ’ αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».
Όμως η προάσπιση των δικαιωμάτων των λίγων οικονομικά ισχυρών που κρατούν στα χέρια τους το οικονομικό σύστημα είναι το μόνο μέλημα του κράτους και αυτή η προάσπιση γίνεται συστηματικά εις βάρος του γενικού συμφέροντος.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την πλέον χαώδη απόσταση ανάμεσα στα συμφέροντα των λίγων οικονομικά ισχυρών και της κοινωνικής πλειοψηφίας, η οποία πεθαίνει για να επιβιώσουν οι οικονομικές ελίτ. Η σύγκρουση αυτή συμφερόντων είναι από τις μεγαλύτερες - αν όχι η μεγαλύτερη - στην ιστορία. Το κράτος καταπατώντας τους νόμους που το ίδιο θεσπίζει, είναι στο πλευρό των ισχυρών και ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία. Αυτός είναι ο ιστορικός του ρόλος.
Ο διαχωρισμός του υποκειμενικού πολιτικού παράγοντα από τον αντικειμενικό της προσφορότητας της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, δεν είναι θέμα ερμηνείας από τους δικαστές.
Συνιστά την αλλαγή στην πράξη του περιεχομένου του 187Α, δηλαδή συνιστά την ακύρωσή του.
Και αυτό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η αντικειμενική θεωρία περί πολιτικού εγκλήματος ως επιχείρημα για την αποπολιτικοποίηση του Επαναστατικού Αγώνα.
Συνεπώς διωκόμαστε, φυλακιζόμαστε, δικαζόμαστε και καταδικαζόμαστε σε πολλά χρόνια φυλακή με βάση έναν νόμο που ομολογεί ότι δικάζει πολιτικές πράξεις, και αυτός ο νόμος ακυρώνεται στην συνέχεια από τα ειδικά δικαστήρια που τον εφαρμόζουν, πράγμα που καταπατά το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο, υποτίθεται, ότι τα δικαστήρια προασπίζονται.
Πόλα Ρούπα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα»
* Ετικέτες θέματος: #Ειδήσεις #Ένσταση #Πόλας #Ρούπα #αναρμοδιότητας #δικαστηρίου #βομβιστική #επίθεση #IFGR
* Πηγή: Zougla.gr
«ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΑ ΡΟΥΠΑ ΜΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΜΒΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, ΣΤΙΣ 14/4/2014 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΔΝΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Σύμφωνα με το α.97 του Συντάγματος, τα πολιτικά «εγκλήματα» δικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους.
Η ένσταση περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου αφορά στην υπεράσπιση της πολιτικής φύσεως των πράξεων που δικάζονται, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως τρομοκρατικές. Κατά το α’ 187Α Π.Κ ΄΄όποιος τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό……..ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδης συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας…΄΄.
Όσον φορά το ζήτημα του ποιόν τελικά εκφοβίζει η δράση του Επαναστατικού Αγώνα, αυτό έχει καταγραφεί κοινωνικά. Η δράση του Επαναστατικού Αγώνα αυτόν τον ΄΄πληθυσμό΄΄ που εκφοβίζει είναι η μικρή μειοψηφία της οικονομικής ελίτ και των ηγητόρων του κρατικού μηχανισμού. Εκφοβίζει μια μειοψηφία προνομιούχων.
Όσο για το αν βλάπτει ή όχι μια χώρα, εδώ πρέπει να υπενθυμίσω την τοποθέτησή μου κατά την έναρξη της διαδικασίας, ότι πεποίθησή μου είναι ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα δεν είναι αυτή που είναι δυνατόν να αποσταθεροποιήσει την χώρα, αλλά το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Την χώρα, - όπως επισήμανα - την αποσταθεροποιεί το ίδιο το καθεστώς του καπιταλισμού και του κράτους, μέσα από τις οικονομικές πολιτικές που έχουν επιβάλει συνθήκες κοινωνικής γενοκτονίας για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Που διαχέουν την κοινωνική βία στη κοινωνική βάση και στην οποία έχει κυριαρχήσει ο νόμος του καπιταλισμού ΄΄όλοι εναντίον όλων΄΄. Που στις υπάρχουσες συνθήκες κοινωνικής σήψης και θανάτου της αλληλεγγύης όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον συνάνθρωπό τους μέσα από το πρίσμα ΄΄ο θάνατός σου, η ζωή μου΄΄.
Αυτό που αποσταθεροποιεί τη χώρα, είναι το καθεστώς που καταστρέφει την κοινωνία κρατώντας στη κοινωνική βάση τη κοινωνική σύγκρουση και τη βία, συνθήκη που διασφαλίζει ότι οι υπαίτιοι αυτής της κοινωνικής κατάστασης μένουν στο απυρόβλητο.
Επειδή με την φράση ΄΄να βλάψουν σοβαρά μια χώρα΄΄ εννοούμε οτιδήποτε απειλεί την συστημική λειτουργία, δηλαδή το οικονομικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας, αφού το ίδιο το σύστημα είναι αυτό που προσδιορίζει και το εκάστοτε εξουσιαστικό μοντέλο διάρθρωσης της ταξικής και κοινωνικής ιεραρχίας στη κοινωνία, τότε ο 187Α δηλώνει την αποδοχή της δυνατότητας της ένοπλης δράσης να βλάψει και μάλιστα σοβαρά, το σύστημα.
Αυτό γίνεται πιο ρητό και συγκεκριμένο στη συνέχεια του 187Α όπου στη αντικειμενική δυνατότητα προστίθεται και ο υποκειμενικός παράγοντας: ΄΄…και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό… ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας...΄΄.
Αυτό ακυρώνει τον ισχυρισμό του Αρείου Πάγου στην απόφαση 1413/2010 για την υπόθεση της 17 Νοέμβρη που αναφέρει ότι η επιδίωξη αυτή ΄΄δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται, πέραν τούτου, να αναδύεται αντικειμενικώς...΄΄. Πλην όμως ο 187Α αναφέρει αυτόν τον στόχο αντικειμενικώς.
Θα γίνει παρακάτω εκτενής αναφορά στην απόφαση αυτή που θεωρείται ως βάση στην εκάστοτε δικαστική επιχειρηματολογία για το ζήτημα της ένστασης για την αναρμοδιότητα των δικαστηρίων και την πολιτική φύση των εκδικαζόμενων υποθέσεων.
Ο 187Α αναφέρει ρητώς την αντικειμενική προσφορότητα της ένοπλης ανατρεπτικής δράσης να προκαλέσει ακόμα και την καταστροφή του πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος (δομές) και δεν μένει καθόλου στον υποκειμενικό απλώς παράγοντα της βούλησης.
Συνεπώς ή θα πρέπει με βάση τον 187Α και εφόσον θέλουμε να ακριβολογούμε να δεχτούμε ότι μ’ αυτόν τον νόμο δικάζονται αυτές οι οργανώσεις οι οποίες αντικειμενικώς έχουν δυνατότητα να ανατρέψουν το καθεστώς, ή θα πρέπει να γίνει αλλαγή του 187Α.
Επειδή όμως και με βάση την αντικειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα η προσφορότητα της ένοπλης δράσης να ανατρέψει ένα καθεστώς, συνιστά αποδοχή της ίδιας της πολιτικής φύσης αυτής της δράσης, τότε συμπεραίνουμε αυτό που όλοι γνωρίζουν, πλην όμως δεν έχουν το πολιτικό ανάστημα να το ομολογήσουν, ότι ο 187Α έχει ως αποστολή να δικάζει πολιτικά εγκλήματα.
Και αυτό αυτόματα έρχεται σε σύγκρουση με το ίδιο το Σύνταγμα που λέει πως τα πολιτικά εγκλήματα εκδικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια.
Και αφού ο 187Α εκδικάζει αυτές τις ΄΄τρομοκρατικές΄΄ οργανώσεις που η δράση τους είναι πρόσφορη αντικειμενικώς - εννοείται πως προϋπόθεση για τη σύσταση μιας τέτοιας οργάνωσης είναι ο υποκειμενικός παράγοντας που πολλάκις έχει αναγνωριστεί στα δικαστήρια ως πολιτικός, ότι τα κίνητρα των συμμετεχόντων είναι πολιτικά, αλλά και ότι ο στόχος τους είναι μια πολιτική κοινωνική αλλαγή με οριζόντια μορφή κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης - τότε δεν θα πρέπει να εκδικάζονται με τον 187Α οι πράξεις αυτές που είναι αντικειμενικώς πρόσφορες.
Όσον αφορά τον Επαναστατικό Αγώνα, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι η δράση του είναι απρόσφορη στο να επιφέρει τις αλλαγές που καταγράφονται στον 187Α , δηλαδή την καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών, την καταστροφή του καθεστώτος ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το τελικό ζητούμενο της δράσης του που είναι η Κοινωνική Επανάσταση και η επαναστατική οργάνωση της κοινωνίας σε βάσεις που ορίζονται από την αρχή της οικονομικής ισότητας και της πολιτικής ελευθερίας όλων των ανθρώπων.
Για τη προσφορότητα της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα ως προς τον στόχο της καταστροφής των οικονομικών και πολιτικών δομών, συνεπώς της ανατροπής του συστήματος, έχουν μιλήσει και πολλοί καθεστωτικοί παράγοντες μεταξύ των οποίων κυβερνητικοί παράγοντες, υπουργοί κλπ.
Επανερχόμενοι στην απόφαση 1413/2010 του Αρείου Πάγου για την υπόθεση της ΄΄17 Νοέμβρη΄΄ αναφέρουμε το συμπέρασμα αυτής:
΄΄Ερμηνευτικώς συνάγεται ότι πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο στρέφεται άμεσα εναντίον της συνταγματικής τάξης της χώρας και επιδιώκει την ανατροπή ή την αλλοίωσή της. Η επιδίωξη αυτή όμως δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς ως στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται πέραν τούτου να αναδύεται αντικειμενικώς από την πραγματική συμβολή, την οποία η κρινόμενη συμπεριφορά είχε ή θα μπορούσε να έχει στη προσβολή της κατεστημένης εξουσίας΄΄.
Να τονίσουμε πως αυτό το συμπέρασμα που αμφισβητεί την αντικειμενική δυνατότητα προσβολής της κατεστημένης εξουσίας, έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο τον 187Α που την θεωρεί ως προϋπόθεση για να δικαστεί κάποιος με αυτόν.
Η απόφαση συνεχίζει:
΄΄Περαιτέρω, ως συναφές προς το πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο με την προσβολή που επιφέρει σε κάποιο έννομο αγαθό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού προβλήματος με την ως άνω έννοια. Για την κατάφαση της συνάφειας αυτής, το πολιτικό έγκλημα πρέπει να έχει συντελεστεί.
Υπό την έννοια αυτή ως πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής ( άρθρο 134 Π.Κ ). Αντιθέτως η συγκρότηση δομημένης ομάδας με διαρκή δράση ή η συμμετοχή σε αυτήν με σκοπό τη διάπραξη πράξεων, μη δυνάμενων να επηρεάσουν τη συνταγματική τάξη της χώρας, δεν συνιστά πολιτικό έγκλημα, ασχέτως προς τον τρόπο με τον οποίο οι φερόμενοι ως δράστες προσδιορίζουν ιδεολογικά τις ενέργειες αυτές (….).
Εν προκειμένω, η συμμετοχή στην οργάνωση 17Ν και οι επιμέρους οργανώσεις, εκφεύγουν του χώρου της πολιτικής παρέμβασης που υπερβαίνει τον ποινικό νόμο, διότι άσχετα από τον εκ μέρους των κατηγορουμένων πολιτικό προσδιορισμό της αποδιδόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς ως ΄΄αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας , τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία΄΄.
Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος δεν έχει καταγραφεί ποτέ ρητώς.
Μόνο ανά τις διάφορες ιστορικές περιόδους το πολιτικό έγκλημα αναγνωρίζεται στις εκάστοτε νομολογίες αναλόγως τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της αντίστοιχης περιόδου.
Οπότε προσαρμόζεται αναλόγως και η νομολογία.
Όταν ειδικά, υπάρχει ανάγκη εξομάλυνσης των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων, οι νομολογίες τροποποιούνται με στόχο την αμνήστευση αντιφρονούντων που παραβιάζουν τον ποινικό νόμο.
Μια τέτοια περίοδος ήταν η δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, όπου υπό την ισχύ του διατάγματος περί αμνηστίας της 8ης/11/1920 σε πολλές αποφάσεις ο Άρειος Πάγος χαρακτήριζε πλήθος πράξεων ως πολιτικές με βάση την υποκειμενική θεωρία, το σκοπό δηλαδή του δράστη, που επεδίωκε την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Πρόκειται για την κεντρική πολιτική απόφαση στην οποία προσαρμόστηκε και η δικαστική εξουσία, να δοθεί τέλος στην περίοδο του λεγόμενου εθνικού διχασμού.
Η περίοδος αυτή όπου στο σκεπτικό των δικαστηρίων για το πολιτικό έγκλημα κυριαρχούσε η υποκειμενική θεωρία με βάση την οποία αρκεί το πολιτικό κίνητρο του δράστη για να προσδιοριστεί ως πολιτική μία πράξη, έληξε το 1929.
Ο Ν. 4229/1929 του Ε. Βενιζέλου, το γνωστό ιδιώνυμο, ασκούσε διώξεις σε όποιον επεδίωκε την εφαρμογή ιδεών που στόχευαν στη βίαιη ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος και όχι του πολιτεύματος.
Στη συνέχεια ο νόμος του Μεταξά 1075/1938 ήρθε ως η σκλήρυνση του νομικού οπλοστασίου έναντι των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Μετά το 1929 η υποκειμενική θεωρία εξοβελίστηκε εντελώς από το νομικό πλαίσιο και κυριάρχησε η αντικειμενική θεωρία.
Το πολιτικό – κοινωνικό υπόβαθρο των νόμων για το πολιτικό έγκλημα υπάρχει και στην εποχή μας με την ΄΄αντιτρομοκρατική΄΄ νομολογία.
Την περίοδο του διπολισμού, πριν την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος δεν αντιμετωπιζόταν με βάση την στενή αντικειμενική θεωρία. Ένα γνωστό παράδειγμα ήταν η περίπτωση του Πόλε, μέλους της γερμανικής ένοπλης οργάνωσης RAF, που το συμβούλιο εφετών το 1976 είχε απορρίψει την έκδοσή του στη Δυτική Γερμανία.
Το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα εκδόσεως του Πόλε από το γερμανικό κράτος με τον ισχυρισμό ότι: ΄΄Ο Πόλε ήταν από το 1971 μέλος μιας επαναστατικής εξτρεμιστικής οργάνωσης που είχε πολιτικούς σκοπούς και απέβλεπε σε ενεργό δράση ως ανατροπή του κρατούντος εις την Δυτική Γερμανία, πολιτικού καθεστώτος και εις αγώνα από κοινού κατά του ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού και στρέφεται εν γένει κατά του πολιτικού κατεστημένου της Δυτικής Γερμανίας΄΄.
Η περίοδος εκείνη μετά την χούντα των συνταγματαρχών ήταν έντονη η ταξική και κοινωνική σύγκρουση με ιστορικούς εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες. Αυτό το κοινωνικό πλαίσιο καθόριζε και το κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο αλλά και την δικαστική εξουσία.
Πλήθος πολιτικών ( Χαραλαμπόπουλος, Α. Παπανδρέου, Μαγκάκης ) οι οποίοι τότε βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, είχαν ταχθεί ενάντια στην έκδοση Πόλε.
Όσον αφορά την RAF, ήταν μια οργάνωση στης οποίας την δράση συμπεριλαμβάνονταν επιθέσεις εναντίον προσώπων όπως εισαγγελείς, δικαστές, βιομήχανοι, επιχειρηματίες, Αμερικανοί στρατιώτες τους οποίους είχε σκοτώσει ενώ είχε διαπράξει και απαλλοτριώσεις τραπεζών.
Οι Έλληνες δικαστές τότε είχαν αποφανθεί ότι ο Πόλε και η RAF είχαν πολιτική επαναστατική δράση.
Στην εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας και ενώ ο διπολικός κόσμος κατέρρευσε και κυριάρχησε το καπιταλιστικό μονοπώλιο παγκοσμίως, σταδιακά η διεθνής νομοθεσία εξοπλίστηκε με νομολογίες που προσδιόριζαν ως ΄΄τρομοκρατική΄΄ την πολιτική αντιπαράθεση με το καθεστώς που παραβίαζε τους νόμους. Το ελληνικό κράτος προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και το 2001 θεσπίστηκε ο 187. Ως εξειδίκευση για την πολεμική του κράτους ειδικά εναντίον της ένοπλης πολιτικής δράσης, θεσπίστηκε ο 187Α .
Ο νόμος αυτός που είναι μια αντιγραφή της αντίστοιχης αμερικανικής νομολογίας για την ΄΄αντιμετώπιση της τρομοκρατίας΄΄, στα ελληνικά δεδομένα έχει εφαρμοστεί σε πλήθος ανθρώπων που είτε έχουν εμπλακεί σε ένοπλη δράση είτε έχουν κατηγορηθεί ότι συμμετείχαν.
Ο 187Α εξασφαλίζει στο κράτος αφενός την αυστηρή αντιμετώπιση όσων αμφισβητούν ενόπλως την παντοδυναμία του καθεστώτος και αφετέρου καλείται να δώσει χαρακτηριστικά αποπολιτικοποίησης στην ένοπλη ανατρεπτική δράση.
Πλην όμως, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δικάζει αμιγώς πολιτικές πράξεις, τις οποίες ματαίως επιχειρεί να απομακρύνει από το πολιτικό τους πλαίσιο ανάγοντάς τες σε ΄΄τρομοκρατικές΄΄.
Και λέω ματαίως γιατί ενώ ο ίδιος ο 187Α αναφέρεται σε αυτή την προϋπόθεση της προσφορότητας μιας οργάνωσης και των ενεργειών της, οι δικαστές αντιφάσκουν με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Επανερχόμενοι στην απόφαση του Αρείου Πάγου για την 17Ν, είδαμε πως η επίκληση της αντικειμενικής θεωρίας, με βάση την οποία απαιτείται να είναι αποτελεσματική ως προς τον στόχο της μια ένοπλη οργάνωση και δεν αρκούν τα πολιτικά κίνητρα αυτού ή αυτών που συμμετέχουν σε αυτήν ( υποκειμενική θεωρία ), σκοντάφτει και αυτοακυρώνεται στον ίδιο τον 187Α, αφού αυτός διώκει ως ΄΄τρομοκρατικές΄΄ μόνο τις οργανώσεις των οποίων η δράση είναι πρόσφορη για να προκαλέσει καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών.
Συνεπώς - και για να επανέλθουμε στο συμπέρασμα του Αρείου Πάγου - ΄΄έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού εγκλήματος΄΄, τα οποία δύναται να οδηγήσουν στην ανατροπή ή την αλλοίωση της συνταγματικής τάξης της χώρας, δηλαδή στην ανατροπή ή αλλοίωση του κυριάρχου καθεστώτος.
Μέσα σ’ αυτό το αυτοαναιρούμενο σκεπτικό, μεγάλη σημασία έχει το τελικό συμπέρασμα ότι μόνο το πραξικόπημα (εσχάτη προδοσία) θεωρείται πολιτικό έγκλημα και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτού.
Όμως ένα πραξικόπημα δεν αλλοιώνει και πολύ περισσότερο δεν καταστρέφει το οικονομικό σύστημα και το κράτος, αλλά αντιθέτως το οχυρώνει με την στρατιωτική κρατική υπεροπλία.
Τα πραξικοπήματα και οι χούντες είναι η άλλη πολιτική όψη του ίδιου οικονομικού και πολιτικού συστήματος και όποτε ο καπιταλισμός χρειάζεται πραξικοπήματα, οι ίδιες οι ΄΄δημοκρατίες΄΄ του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου είναι αυτές που τα επιβάλλουν σε χώρες όπου απαιτείται η ατσάλινη κρατική γροθιά για να αναπαραχθεί το σύστημα.
Συνεπώς αυτό το συμπέρασμα του Αρείου Πάγου που έχει κυριαρχήσει στις συζητήσεις και ερμηνείες πάνω στο πολιτικό ΄΄έγκλημα΄΄, δηλώνει πως το κράτος δεν αναγνωρίζει στην ουσία τίποτα ως πολιτικό εκτός από αυτό που κινείται εντός του καπιταλιστικού και κρατικού πλαισίου και καταλήγει ο Άρειος Πάγος ότι ΄΄τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία΄΄, επιχειρώντας έτσι να βγάλει εκτός πολιτικού πλαισίου οποιαδήποτε δράση στρέφεται ευθέως εναντίον του υπάρχοντος καθεστώτος.
Η ΄΄δημοκρατία΄΄ καμώνεται το ιδανικότερο και απόλυτο πολιτικό σύστημα που δεν χωρά στο εσωτερικό του έμπρακτη πολιτική αμφισβήτηση!
Όμως τι ακριβώς είναι αυτή η ΄΄δημοκρατία΄΄; Μήπως εννοώντας ότι η πολιτική βία υφίσταται ως τέτοια, είναι δικαιολογημένη και αναγνωρίζεται μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και τυραννίες
- άποψη που ασπάζεται η αριστερά - εννοούμε ότι στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχουμε ελευθερία;
Αυτό το καθεστώς μόνο ως δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Η κάθε 4 χρόνια εκλογή εκπροσώπων που σε μόνιμη βάση σφετερίζονται την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αφού μόνο στην εξαπάτηση και το ψέμα αποσπούν ψήφους και αναρριχώνται στην πολιτική εξουσία, όχι μόνο δεν είναι δημοκρατία αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 120 το παραβιάζει αυτό το καθεστώς, αφού με βάση το προαναφερθέν άρθρο ΄΄ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν απ’ αυτήν΄΄ αναγνωρίζεται ως έγκλημα.
Κορυφαίες στιγμές σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας είχαμε με την είσοδο της χώρας στο καθεστώς των μνημονίων που έγινε με υπουργικό διάταγμα, και ενώ η πλειοψηφία της κοινωνίας ήταν γνωστό ότι δεν ήταν σύμφωνη, η ψήφιση και η εφαρμογή των μνημονίων και των μέτρων που επιβάλλουν οι υπερεθνικοί θεσμοί και – το σημαντικότερο όλων – η παραβίαση της απόφασης του δημοψηφίσματος το 2015 για την μη επιβολή νέων μέτρων στην ελληνική κοινωνία.
Και στις δύο περιπτώσεις και ειδικά στην δεύτερη με το δημοψήφισμα, απορρέει από το ίδιο το Σύνταγμα πως ο λαός είχε δικαίωμα να ανατρέψει βιαίως την κυβέρνηση.
Είχε δικαίωμα να την ανατρέψει ακόμα και με τα όπλα.
Οι σύγχρονες κυβερνήσεις στην Ελλάδα στηρίζονται σε ψήφους που προέρχονται από μειοψηφικά τμήματα του πληθυσμού. Η πλειοψηφία της κοινωνίας (60%) απέχει από τις εκλογικές διαδικασίες. Συνεπώς και το ίδιο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σήμερα δε στηρίζεται ούτε καν από την προσέλευση στις κάλπες από την κοινωνική πλειοψηφία. Οι δε κυβερνήσεις στηρίζονται σε ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 12% του εκλογικού σώματος, ενώ με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η τωρινή κυβέρνηση στηρίζεται από το 6% του εκλογικού σώματος! Με βάση αυτό το ποσοστό είναι κατοχυρωμένη να περνάει τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας;
Επειδή μας έχουν κατηγορήσει σε δικαστική αίθουσα, ως αυτόκλητους υπερασπιστές της κοινωνίας, απαντάω πως δεν είμαστε εμείς αυτόκλητοι, αλλά αυτοί που κατέχουν την εξουσία με την ψήφο μιας αισχράς μειοψηφίας και επιβάλλουν τα μέτρα κοινωνικής ευθανασίας που τους υπαγορεύει η οικονομική ελίτ και οι υπερεθνικοί μηχανισμοί της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, της ΕΕ, και του ESM.
Αυτούς τους μηχανισμούς κανένας δεν τους εκλέγει και μια αισχρά πλειοψηφία πλουσίων είναι οι πραγματικοί κυρίαρχοι σε κάθε χώρα, της οποίας οι κυβερνήσεις επικυρώνουν και επιβάλλουν δια πυρός και σιδήρου τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας που συνιστούν προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του χτυπημένου από την κρίση συστήματος.
Εμείς δεν είμαστε αυτόκλητοι υπερασπιστές της κοινωνίας είμαστε η ψυχή αυτής της κοινωνίας. Προερχόμαστε από τα σπλάχνα της, ζούσαμε και ζούμε μέσα στην καρδιά της κοινωνικής αδικίας. Προερχόμαστε από χαμηλά και προλεταριακά κοινωνικά στρώματα και έχουμε πλήρη συνείδηση της ταξικότητας αυτού του πολέμου που διεξάγεται τη τελευταία περίοδο με θύματα εκατομμύρια ανθρώπους στην χώρα.
Η χούντα της οικονομικής ελίτ και της πολιτικής εξουσίας δεν είναι δημοκρατία.
Εμείς είμαστε οι προασπιστές της πραγματικής δημοκρατίας, της άμεσης δημοκρατίας.
Και αν μπορούσε να γίνει ένα δημοψήφισμα χωρίς ο κόσμος να φοβάται - γιατί ο κοινωνικός φόβος είναι ο μόνος παράγοντας που κρατάει το σύστημα όρθιο αυτή την περίοδο, αφού συναίνεση στο καθεστώς πλέον δεν υπάρχει - το ποσοστό του 35% που είχε βγει από δημοσκόπηση ηλεκτρονικής εφημερίδας με τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων το 2009 και που δήλωνε ότι είναι δικαιολογημένη η ένοπλη δράση, θα είναι στις μέρες μας πολύ υψηλότερο.
Όσο για το έτερο άρθρο του Συντάγματος που παραβιάζεται παράφορα μέσα από τις κεντρικές οικονομικές πολιτικές είναι το άρθρο 17:
«Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν απ’ αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».
Όμως η προάσπιση των δικαιωμάτων των λίγων οικονομικά ισχυρών που κρατούν στα χέρια τους το οικονομικό σύστημα είναι το μόνο μέλημα του κράτους και αυτή η προάσπιση γίνεται συστηματικά εις βάρος του γενικού συμφέροντος.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την πλέον χαώδη απόσταση ανάμεσα στα συμφέροντα των λίγων οικονομικά ισχυρών και της κοινωνικής πλειοψηφίας, η οποία πεθαίνει για να επιβιώσουν οι οικονομικές ελίτ. Η σύγκρουση αυτή συμφερόντων είναι από τις μεγαλύτερες - αν όχι η μεγαλύτερη - στην ιστορία. Το κράτος καταπατώντας τους νόμους που το ίδιο θεσπίζει, είναι στο πλευρό των ισχυρών και ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία. Αυτός είναι ο ιστορικός του ρόλος.
Ο διαχωρισμός του υποκειμενικού πολιτικού παράγοντα από τον αντικειμενικό της προσφορότητας της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, δεν είναι θέμα ερμηνείας από τους δικαστές.
Συνιστά την αλλαγή στην πράξη του περιεχομένου του 187Α, δηλαδή συνιστά την ακύρωσή του.
Και αυτό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η αντικειμενική θεωρία περί πολιτικού εγκλήματος ως επιχείρημα για την αποπολιτικοποίηση του Επαναστατικού Αγώνα.
Συνεπώς διωκόμαστε, φυλακιζόμαστε, δικαζόμαστε και καταδικαζόμαστε σε πολλά χρόνια φυλακή με βάση έναν νόμο που ομολογεί ότι δικάζει πολιτικές πράξεις, και αυτός ο νόμος ακυρώνεται στην συνέχεια από τα ειδικά δικαστήρια που τον εφαρμόζουν, πράγμα που καταπατά το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο, υποτίθεται, ότι τα δικαστήρια προασπίζονται.
Πόλα Ρούπα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα»
* Ετικέτες θέματος: #Ειδήσεις #Ένσταση #Πόλας #Ρούπα #αναρμοδιότητας #δικαστηρίου #βομβιστική #επίθεση #IFGR
* Πηγή: Zougla.gr
- Την / Το Τρι 1 Αυγ 2017 - 18:51
- Αναζήτηση σε...: Αρχείο 2017
- Θεματική Ενότητα: Ένσταση της Πόλας Ρούπα περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου για βομβιστική επίθεση
- Απαντήσεις: 0
- Αναγνώσεις: 315
|
|